12.6.14

Ιστορίες άλλης εποχής, από το ημερολόγιο ενός τρελού, χαοτικού πανκιού


Και εκεί που κάθονταν στο πλατύσκαλο της εξώπορτας της πολυκατοικίας, στην 3ης Σεπτεμβρίου, ξαφνικά τους ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Ούτε που κατάλαβαν για πότε φρέναρε το ασφαλήτικο το τζιπ και το τεράνο μπροστά τους και για πότε πετάχτηκαν οι μπάτσοι και τους τις άστραφταν με μανία και χριστοπαναγίες και ότι μπορεί να βρει κανείς στα πιο εξεζητημένα λεξικά του υποκόσμου. Μα υποτίθεται πως ο υπόκοσμος ήμασταν εμείς, αλλά μπα ως αποδείχτηκε αργότερα, μετά από κάμποσα χρονάκια, η μαφία είναι όλοι αυτοί μαζί.




Και για να πάρουμε την ιστορία από την αρχή:

Ήταν τότε το 1992, όπου είχαν προηγηθεί τα γεγονότα για την παιδεία και η ατμόσφαιρα γενικότερα έβραζε. "Επιχείριση Αρετή" ξανά και ξανά μανά στα Εξάρχεια και άλλες περιοχές στο κέντρο, να καθαρίσουν την πόλη από τους πανκς και τους αντιδραστικούς και τα αναρχικά στοιχεία.
Εκείνο το βράδυ λοιπόν οι φίλοι μας περάσανε υπέροχα.
Όπως κάθε απόγευμα λοιπόν κλασσικά, συναντήθηκαν στην πλατεία Εξαρχείων και ύστερα από λίγο, βρέθηκαν αστροναυτικά στο πατάρι του "Εξαρχής", καφετέρια - στέκι της πλατείας. Πανκ κατάσταση, κάνα δυο χαπάκια για αρχή, αρτάν, ύπνους για τον κόμπο και τα χαλαρά και αναψυκτικό για το ανέβασμα. Τα ξύδια ακόμα σνομπάρανε.
Και πάνω στο χαβαλέ, τσουπ η ασφάλεια, μπάτσοι με πολιτικά επάνω στο πατάρι και να τους τραβάνε τσαμπουκά τρενάκι τη σκάλα κάτω, χωρίς κανέναν απολύτως λόγο και να τους πηγαίνουν ουρά στο τμήμα, με όλα τα αξεσουάρ, φάπες και μπινελίκια.
"Δεν σας είπαμε να μην ξαναπατήσετε στην πλατεία ρε μ... Θα σας τσακίσουμε στο ξύλο ρε π.... και θα σας κλείσουμε μέσα ρε και θα σας σκίσουνε τους κ..." και άλλα πολλά όμορφα, τα οποία δεν θα αναφέρω στο κείμενο, για να μπορέσουν να το διαβάσουν όλοι.
Να μην τα πολυλογώ, τμήμα πέμπτο Εξαρχείων, υπόγειο, κύκλο οι μπάτσοι οι άλλοι στη μέση και ξύλο αλύπητο.
"Θα ξανάρθεις στα Εξάρχεια ρε;"
"Θα ξανάρθω ρε πούστη.."
Και δώστου και μετά και τρεις με πέντε ώρες κρατητήριο και καλά για εξακρίβωση και έτσι περνούσε ο καιρός μέσα στη χλιδή και τη μέγκλα.
Πουτάνα ευμάρεια, αναφώνησε ένας αναρχοπάνκης καθώς έβγαιναν.

Τους αφήνουν λοιπόν τους φίλους μας, γύρο στις τρεις το πρωί. Παίρνουν λοιπόν το δρόμο για την καβάτζα περπατώντας, ο Γιώργος το Τσακάλι, η Λίλη, ο Σεραφίνο, η Άντζυ η ντεθού και ο Βλάσης ο πανκ. Στους δρόμους εν το μεταξύ να μην κυκλοφορεί ψυχή, παρά μόνο κανένα ταξί στο ξέμπαρκο. Μεσοβδόμαδα και χειμώνας βλέπεις...
Στο ύψος της πλατείας Βικτορίας και επί της οδού Πατησίων λοιπόν, δέχονται επίθεση από χρυσαυγήτες, οι οποίοι δεν ήταν γνωστοί τότε στον κανονικό, τον πολύ τον δημοκρατικό τον κόσμο τους νοικοκυραίους και τα λοιπά και διατηρούσαν τα γραφεία τους στην οδό Κεφαληνίας, λίγο παρακάτω. Παρ όλο που ήταν ήδη ξυλοκοπημένοι από τους αξιότιμους αστυνομικούς του πέμπτου τμήματος, οι φίλοι μας επιτέθηκαν ντου στους νεοναζί, που υπερτερούσαν σε αριθμό, τρεις περισσότεροι και όλοι άντρες. Οι δεύτεροι απάντησαν με σιδερογροθιές και ενώ ο καυγάς εμένετο ένας καράφλας έβγαλε στο ύπουλο έναν σουγιά με τον οποίο έσκισε την πλάτη του Γιώργου από πάνω μέχρι κάτω. Ένας πνιχτός ήχος πόνου ακούστηκε, ακολούθησε για ένα δευτερόλεπτο σιγή και αμέσως τότε οι καράφλες άρχισαν να τρέπονται σε φυγή, ενώ οι άλλοι τους έβριζαν κότες και τα λοιπά.
Εν το μεταξύ ο Γιώργος είχε σφαχτεί στην κυριολεξία. Οι υπόλοιποι δεν είχαν πάθει τίποτα το σοβαρό, παρά μόνο μερικά πονάκια και επίσης είχαν ρίξει και κάμποσες μαρτινιές στους καραφλούς, οπότε είχαν μαζέψει αρκετή αδρεναλίνη για να μπορέσουν να τον μεταφέρουν στο πρώτων βοηθειών, στο κέντρο. Τον περιέθαλψαν εκεί και τον έραψαν δωρεάν (που είσαι Γεωργιάδη να φουντάρεις), αλλά επειδή δεν είχε ασφάλεια, τους έστειλαν στο Μπακάκο στην Ομόνοια, για να αγοράσουνε αντιτετανικό ορό και κάτι χάπια που του είχανε γράψει και πάλι καλά που είχανε τα παιδιά μερικά ψιλά απάνω τους. Και όχι απλά μερικά, αρκετά για τα κυβικά τους θα έλεγα.

Ενώ λοιπον περιμένουν στην ουρά του φαρμακείου και οι υπόλοιποι πελάτες τους περιεργάζονται, πετάγεται ο Βλάσης και λέει με δυνατή φωνή: "Ρε σεις, δεν παίρνουμε και κανένα σιρόπι Peracon να το γιορτάσουμε, ύστερα από τόση ταλαιπωρία που τραβήξαμε σήμερα";
(το σιρόπι αυτό εκείνα τα χρόνια μπορούσες να το πάρεις χωρίς ιατρική συνταγή)
Όλοι συμφώνησαν επευφημώντας και φρικάροντας το ακροατήριο, έπειτα έκαναν τα ψώνια τους και πήραν το δρόμο της επιστροφής, αυτή τη φορά με ταξί που το κέρασε η Άντζυ, η οποία ήταν και χορηγός πολλές φορές, εφόσον καταγόταν από πλούσια οικογένεια των βορίων προαστίων και είχε την άνεση να τους μανατζάρει.

Όταν έφτασαν στο υπόγειο της 3ης Σεπτεμβρίου, ανακάλυψαν έξω από την πόρτα στη γωνία του διαδρόμου, μια σακούλα η οποία είχε μέσα δύο φιαλίδια χάπια βουλμπεγκάλ. Παραξενεύτηκαν στην αρχή αλλά τα πήρανε τελικά, αφού είχαν πιει πρώτα τα σιρόπια στην πορεία και είχανε χάσει τη μπάλα, πέρα στους πέρα κάμπους και τα μοιράστηκαν και αποφάσισαν να τα κουτουπώσουν όλα, από έξι ο καθένας, σκεπτόμενοι την ενδεχόμενη επίσκεψη της πολιτσμανίας.
Ύστερα από ένα φλας αναλαμπή λοιπόν, ο Βλάσης με τον Σεραφίνο, μοϊκάνια και οι δύο τότε, αποφάσισαν να καθίσουν στο πλατύσκαλο του ισογείου για να βγάλουν γούστα με τους πρώτους πρωινούς περαστικούς και καθώς τους έπαιρνε η ντάγκλα από το χημικό κοκτέιλ, τότε συννέβει και το τελειωτικό  χτύπημα. Πλακώσανε από παντού οι μπιζ και οι τζαζ και τους έκαναν μαύρους εκεί που κάθονταν και μπουκάρανε και στην καβάτζα από παντού και τα κάνανε και άνω κάτω όλα λίμπα και τους δέρνανε και τους φωνάζανε με μανία, "που είναι τα ναρκωτικά ρε μ....σκυλα, την έχετε όλοι γα..." και όλα αυτά τα όμορφα που συνοδεύουν την άγια καταστολή. Έπειτα χειροπέδες και τους φόρτωσαν για το τμήμα της οδού Θήρας.
Είχε πλέον ξημερώσει.

Τα αγόρια ήταν δεμένα σε πάγκους χειροπόδαρα, χωρίς παπούτσια και η πατούσες κόκκινες. Τα κορίτσια ήτανε μπλε μαρέ από το ξύλο και κάθονταν σε έναν καναπέ στο γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας, όπου τους κάνανε σεξιστικά αστειάκια και χειρονομίες, που δεν θα ήθελα να αναφερθούν καθόλου για απλούστατους και προφανείς λόγους.
Λύσανε λοιπόν τα αγόρια από τους πάγκους και τα οδήγησαν σε μία μεγάλη τουαλέτα, όπου τους περίμεναν κάτι τύποι με μηχανές κουρέματος.
"Ώρα να γίνεται άνθρωποι" είπε ο ένας και οι άλλοι γελούσανε καθώς τους πλησίαζαν απειλητικά. Οι φίλοι αντέδρασαν με αποτέλεσμα να πέσει ένα ακόμα ξεγυρισμένο χέρι ξύλο. Τους απειλούσαν ακόμα και για τις ζωές τους. Ο Γιώργος όντας πιο χτυπημένος, δεν άντεξε και λειποθύμισε. Αμέσως μετά και με τη βία, τα όργανα τους έκοψαν τις μοϊκάνες, ενώ τους έβριζαν και τους περιγελούσαν.

Όταν τους αφήσανε ήταν όλες και όλοι ένα μάτσο χάλια και αφού συνειδητοποίησαν ότι ήταν πέντε η ώρα το πρωί της άλλης μέρας, την είδανε να πάνε στο Μοναστηράκι, στον Πλάτανο για καφέ, γιατί ήταν από τα λίγα ωραία που άνοιγαν τόσο πρωί και μαζεύονταν κάθε λογής φρικιά από όλο το λεκανοπέδιο. Παράγγειλαν τσάγια και καφέδες, ηρέμησαν και αποφάσισαν να δώσουν συνέχεια στην κόντρα τους με το κατεστημένο.
Άλλη μια πανκ μέρα ξημέρωνε και θα πήγαιναν στο σταθμό του τρένου, να συναντήσουν τους δικούς τους για την επόμενη βόλτα.


(τα ονόματα των προσώπων είναι φανταστικά)





...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου